- εἰσακούσαι
- εἰσακούσαῑ , εἰσακούωhearkenaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εἰσακοῦσαι — εἰσακούω hearken aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)